ΠΡΟΣ ΕΑΥΤΟΝ
για τον καθένα
Έλα, εαυτέ, να ταξιδέψουμε,
Τη φυλακή της μοναξιάς μας, να αρνηθούμε,
Έλα, άτι ακατάλυτο το χρέος μας καλεί,
σ ’ένα ταμπούρι αφύλαχτο, τη θέση μας να βρούμε.
Από του κάστρου μας τα τείχη που κλειστήκαμε,
λόγχες χαλκόστομες μας φτάνουν οι κραυγές
κι οι αστραπές της θύελλας-
βάζουν φωτιά στον ύπνο του κελιού μας.
Πού να κρυφτείς από τον ήχο της βροντής;
Πού να κρυφτείς, όταν κοχλάζουνε παντού οι άνεμοι;
Κι όταν κρυφτείς, πια, τι σου μένει;
Μονάχος έκοψες τις γέφυρες που δένουν τα ποτάμια
Μονάχος έκρυψες τον ήλιο-
πίσω απ΄τον ίσκιο της δικής σου φυλακής.
Μονάχος, με τα χέρια σου, ένα πουλί στραγγάλισες,
που κάθε αυγή σού λεγε καλημέρα.
Δεν έχει γλύκα ζεστασιάς, αν δε βραχείς.
Δεν είναι καταφύγιο-εχθρός, η ανυπαρξία.
Δεν έχει καταφύγιο, απ’ την απόφαση-
να βγεις ν ’αγωνιστείς.
Το μυστικό της διάρκειας είναι μέσα στην πάλη.
Βροντά κι αστράφτει ο ουρανός
γι’ αυτό δεν τελειώνει.
Παλεύουν τα δέντρα το βοριά
Κι όσο παλεύουν, ζούνε.
Μόνο οι νεκροί απόκαμαν,
γι’ αυτό και ακινητούνε.
Του ποιητή της Εύβοιας και πολυαγαπημένου μου παππού.
του πρώτου μου δασκάλου, Γιώργου Τσούτη
Μεσοχώρια Καρυστίας 1960
για τον καθένα
Έλα, εαυτέ, να ταξιδέψουμε,
Τη φυλακή της μοναξιάς μας, να αρνηθούμε,
Έλα, άτι ακατάλυτο το χρέος μας καλεί,
σ ’ένα ταμπούρι αφύλαχτο, τη θέση μας να βρούμε.
Από του κάστρου μας τα τείχη που κλειστήκαμε,
λόγχες χαλκόστομες μας φτάνουν οι κραυγές
κι οι αστραπές της θύελλας-
βάζουν φωτιά στον ύπνο του κελιού μας.
Πού να κρυφτείς από τον ήχο της βροντής;
Πού να κρυφτείς, όταν κοχλάζουνε παντού οι άνεμοι;
Κι όταν κρυφτείς, πια, τι σου μένει;
Μονάχος έκοψες τις γέφυρες που δένουν τα ποτάμια
Μονάχος έκρυψες τον ήλιο-
πίσω απ΄τον ίσκιο της δικής σου φυλακής.
Μονάχος, με τα χέρια σου, ένα πουλί στραγγάλισες,
που κάθε αυγή σού λεγε καλημέρα.
Δεν έχει γλύκα ζεστασιάς, αν δε βραχείς.
Δεν είναι καταφύγιο-εχθρός, η ανυπαρξία.
Δεν έχει καταφύγιο, απ’ την απόφαση-
να βγεις ν ’αγωνιστείς.
Το μυστικό της διάρκειας είναι μέσα στην πάλη.
Βροντά κι αστράφτει ο ουρανός
γι’ αυτό δεν τελειώνει.
Παλεύουν τα δέντρα το βοριά
Κι όσο παλεύουν, ζούνε.
Μόνο οι νεκροί απόκαμαν,
γι’ αυτό και ακινητούνε.
Του ποιητή της Εύβοιας και πολυαγαπημένου μου παππού.
του πρώτου μου δασκάλου, Γιώργου Τσούτη
Μεσοχώρια Καρυστίας 1960